-
1 uzmanlık
ειδικότητα, εξειδίκευση -
2 профиль
профиль м 1) το προφίλ 2) (специализация ) η ειδικότητα* * *м1) το προφίλ2) ( специализация) η ειδικότητα -
3 специальность
-
4 квалификация
квалифи||ка́цияж ἡ είδικότητα [-ης], ἡ είδίκευση [-ις].· повышение \квалификациякации ἡ τελειοποίηση στήν είδικότητα. -
5 профиль
профильм1. τό προφίλ, ἡ κατατομή:в \профиль στό προφίλ·2. (сечение, разрез) ἡ τομή:поперечный \профиль ἡ διατομή· \профиль здания ἡ κατατομή οίκοδομής·3. (тип) ἡ εἰδικότητα:\профиль ву́за ἡ είδικότητα τής σχολής. -
6 квалификация
-и θ.1. καθορισμός ποιότητας, αζίας• χαρακτηρισμός.2. ειδίκευση, ειδικότητα•повышение -и ανέβασμα της ειδικότητας•
иметь высокую -ю έχω υψηλή κατάρτιση•
приобрести -ю токаря αποχτώ την ειδικότητα του τορναδόρου.
-
7 квалификация
1. (уровень профессиональной подготовки) η επαγγελματική κατάρτιση, η ειδίκευση, η ειδικότητα 2. (официально присваиваемый разряд или категория) η επίσημη κατηγορία, η κλάση (σχετική με το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > квалификация
-
8 специализация
η ειδίκευση, η εξειδίκευση, η ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специализация
-
9 специальность
1. (профессия) το επάγγελμα 2. (специализация) η ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специальность
-
10 узкоспециализированный
με στενή/ ειδική ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узкоспециализированный
-
11 амплуа
амплуа́с нескл.1. театр. τ όἀμπλουά, ἡ εἰδικότητα, ὁ ρόλος;2. перен ἡ ἀπασχόληση [-ις], ἡ ἐνασχόληση [-ις], ἡ θέση [-ις]. -
12 деквалифицироваться
деквалифи||цироватьсясов и несов χάνω τήν εἰδικότητα. -
13 квалифицировать
квалифи||ци́роватьсов и несов1. χαρακτηρίζω·2. (определять степень специальной подготовки) καθορίζω τήν είδικότητα. -
14 переквалифицироваться
переквалифи||ци́роватьсясов и несов ἀλλάζω ἐπάγγελμα, ἀλλάζω εἰδικότητα -
15 специальность
специальн||остьж ἡ εἰδικότητα [-ης], ἡ εἰδίκευση [-ις]. -
16 узкий
у́зк||ийприл в разн. знач. στενός:\узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα -
17 чернорабочий
чернорабочийм ὁ χειρώναξ, ὁ ἐργάτης χωρίς εἰδικότητα -
18 be up someone's street
(to be exactly suitable for someone: That job is just up your street.) είναι η ειδικότητα μου,ο τομέας μου -
19 speciality
[speʃi'əti], (American) specialty ['speʃəlti] - plurals specialities, specialties - noun1) (a special product for which one is well-known: Brown bread is this baker's speciality.) σπεσιαλιτέ2) (a special activity, or subject about which one has special knowledge: His speciality is physics.) ειδικότητα -
20 амплуа
[αμπλουά] ουσ. ο. (θεατρ.) αμπλουά, ειδικότητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ειδικότητα — η 1. η ιδιότητα του ειδικού (βλ. λ.), η αποκλειστική ικανότητα και ειδίκευση σε κάποιον κλάδο επιστήμης ή τέχνης. 2. αυτός που έχει την ειδικότητα, ο ίδιος ο ειδικός σε κάτι: Έχει ειδικότητα στην αιγυπτιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειδικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ειδικού, αποκλειστική ικανότητα σε κλάδο τής επιστήμης ή τής τέχνης («είναι έξω από την ειδικότητά του») 2. εξειδίκευση 3. ειδική προπαρασκευή … Dictionary of Greek
αιματολογία — Η ειδικότητα της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και τις παθολογικές αλλοιώσεις του αίματος και του αιμοποιητικού συστήματος. * * * η Ιατρ. ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο μελέτης το αίμα, τα αιμοποιητικά όργανα και τις παθήσεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
φυματιολογία — η, Ν ιατρ. ειδικότητα τής ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη τής φυματίωσης, και κυρίως τών πνευμόνων, ειδικότητα που έχει αντικατασταθεί από την πνευμονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λογία*] … Dictionary of Greek
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek
Κέλερ, Γκέοργκ — (Georges Köhler, Μόναχο, Γερμανία, 1946 – 1995). Γερμανός βιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε βιολογία στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1984 μοιράστηκε, μαζί με τους Νιλς Τζερν και Σέζαρ Μιλστάιν, το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγγειοχειρουργική — η Ιατρ. ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την αντιμετώπιση με εγχειρητικές μεθόδους παθήσεων τού αγγειακού συστήματος … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek