Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

) η ειδικότητα

См. также в других словарях:

  • ειδικότητα — η 1. η ιδιότητα του ειδικού (βλ. λ.), η αποκλειστική ικανότητα και ειδίκευση σε κάποιον κλάδο επιστήμης ή τέχνης. 2. αυτός που έχει την ειδικότητα, ο ίδιος ο ειδικός σε κάτι: Έχει ειδικότητα στην αιγυπτιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ειδικού, αποκλειστική ικανότητα σε κλάδο τής επιστήμης ή τής τέχνης («είναι έξω από την ειδικότητά του») 2. εξειδίκευση 3. ειδική προπαρασκευή …   Dictionary of Greek

  • αιματολογία — Η ειδικότητα της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και τις παθολογικές αλλοιώσεις του αίματος και του αιμοποιητικού συστήματος. * * * η Ιατρ. ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο μελέτης το αίμα, τα αιμοποιητικά όργανα και τις παθήσεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • φυματιολογία — η, Ν ιατρ. ειδικότητα τής ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη τής φυματίωσης, και κυρίως τών πνευμόνων, ειδικότητα που έχει αντικατασταθεί από την πνευμονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Γκέοργκ — (Georges Köhler, Μόναχο, Γερμανία, 1946 – 1995). Γερμανός βιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε βιολογία στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1984 μοιράστηκε, μαζί με τους Νιλς Τζερν και Σέζαρ Μιλστάιν, το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αγγειοχειρουργική — η Ιατρ. ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο την αντιμετώπιση με εγχειρητικές μεθόδους παθήσεων τού αγγειακού συστήματος …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»